πυρακτωμένων

πυρακτωμένων
πυρακτέω
turn in the fire
pres part mp fem gen pl (doric aeolic)
πυρακτέω
turn in the fire
pres part mp masc/neut gen pl (doric aeolic)
πυρακτόω
wounded by such a weapon
pres part mp fem gen pl (doric aeolic)
πυρακτόω
wounded by such a weapon
pres part mp masc/neut gen pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φλόγα — Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία… …   Dictionary of Greek

  • αερόσφυρα — Εργαλειομηχανή που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα τον οποίο διοχετεύει σε αυτήν ένας αεροσυμπιεστής. Η α. αντικατέστησε τη βαριά σφύρα ή βαριοπούλα του σιδηρουργού και του μηχανουργού. Υπάρχουν πολλοί τύποι α., ανάλογα με τις διαστάσεις και τον… …   Dictionary of Greek

  • πυρανάφλεξη — η, Ν (μηχαν.) αυτόματη και απρογραμμάτιστη ανάφλεξη τού καύσιμου μίγματος στον κύλινδρο μιας μηχανής εσωτερικής καύσης που δημιουργείται κοντά στα τοιχώματα τού θαλάμου καύσης είτε με την επαφή τού καυσίμου με υπέρθερμες μεταλλικές επιφάνειες,… …   Dictionary of Greek

  • καινοφανής αστέρας (nova) — (Αστρον.). Αστέρας, ο οποίος παρουσιάζει απρόοπτα ταχύτατη και έντονη αύξηση της λαμπρότητάς του, για να επανέλθει ύστερα σιγά σιγά στην αρχική του κατάσταση. Η λαμπρότητα των κ.α. είναι από 5.000 έως 100.000 φορές μεγαλύτερη από την αρχική τους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”